κακορρήμων

κακορρήμων
κακορρήμων
telling of ill
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κακορρήμων — κακορρήμων, όρρημον (Α) 1. αυτός που λέγει το κακό, που προμηνύει το κακό, δυσοίωνος 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ κακορρήμων ευτελής ρήτωρ 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ κακόρρημον η κακορρημοσύνη·. επίρρ... κακορρημόνως (Α) με κακορρήμονα τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • κακορρῆμον — κακορρήμων telling of ill masc/fem voc sg κακορρήμων telling of ill neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακορρημόνως — κακορρήμων telling of ill adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακορρήμονας — κακορρήμων telling of ill masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βραχυρρήμων — βραχυρρήμων, ον (Α) βραχυλογικός, σύντομος. [ΕΤΥΜΟΛ. < βραχύς + ρήμων < ρήμα «λόγος» (πρβλ. μεγαλορρήμων, κακορρήμων)] …   Dictionary of Greek

  • κακ(ο)- — (AM κακ[ο] ) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι στο σύνολό τους σχεδόν προσδιοριστικού τύπου (δηλ. το α συνθετικό προσδιορίζει το β , πρβλ. κακο μούτσουνος, κακο ντυμένος) με… …   Dictionary of Greek

  • κακορρημονώ — κακορρημονῶ, έω (AM) [κακορρήμων] κακολογώ* …   Dictionary of Greek

  • κακορρημοσύνη — κακορρημοσύνη, ἡ (Α) [κακορρήμων] κακολογία* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”